-
1 денежный
επ.1. χρηματικός• νομισματικός•-ящик χρηματοκιβώτιο•
-ая помощь χρηματική! βοήθεια•
-ая реформа νομισματική μεταρρύθμιση•
-ое обращение νομισματική κυκλοφορία•
денежный знак χαρτονόμισμα•
денежный перевод χρηματικό εμβασμα (επιταγή)•
денежный штраф χρηματικό πρόστιμο•
денежный доход χρηματικό έσοδο•
-ая премия χρηματική επιβράβευση•
-ые ресурсы χρηματικοί πόροι•
-ые средства το ρευστό χρήμα•
денежный мешок το βαλάντιο, το πουγγί•
-ые затруднения χρηματική (οικονομική) δυσχέρεια.
2. παραδούχος, παραλής. -
2 оборот
1. (полный круг при вращении) η περιστροφ/ή, η στροφή... - OB В минуту... - ές ανά λεπτό2. (спутника) η περιστροφή 3. (возврат в процесс) хим. η ανάκτηση, η ανακύκλωση 4. эк. о κύκλος εργασιών 5. (выражение) литер. η έκφρασητο ιδίωμα б.-ы мн. (скорость) οι στροφέςнабирать{}увеличивать{} - αυξάνω τις -сбавлять{}уменьшать{} - μειώνω τις-Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оборот